Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαμουρεύω — [μαμούρης] εργάζομαι με μισθό 2. (ειδικά) καλλιεργώ κτήματα … Dictionary of Greek